- ενώπια
- ἐνώπια, τα (Α)1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τόν συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.)2. γενικώς οι τοίχοι τού οικοδομήματος3. πιθ. πρόσοψη4. (επιγρ. και στον ενικό) «ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν» επιγρ..
Dictionary of Greek. 2013.