ενώπια

ενώπια
ἐνώπια, τα (Α)
1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τόν συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.)
2. γενικώς οι τοίχοι τού οικοδομήματος
3. πιθ. πρόσοψη
4. (επιγρ. και στον ενικό) «ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν» επιγρ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐνώπια — face neut nom/voc/acc pl ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνώπι' — ἐνώπια , ἐνώπια face neut nom/voc/acc pl ἐνώπια , ἐνώπιος facing neut nom/voc/acc pl ἐνώπιε , ἐνώπιος facing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπίοις — ἐνώπια face neut dat pl ἐνώπιος facing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπίων — ἐνώπια face neut gen pl ἐνώπιος facing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνώπιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα ενώπια*, μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, έξω από το σπίτι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προνώπια ο χώρος μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, τα πρόθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. προνώπιος διαφέρει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”